διακλυσμός

διακλυσμός
ο
1) промывание (кишечника); 2) полоскание (рта)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διακλυσμός" в других словарях:

  • διακλυσμός — ο [διακλύζω] καθαρισμός κοιλότητας τού σώματος με κλύσμα …   Dictionary of Greek

  • διακλυσμοῖς — διακλυσμός clyster masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακλυστήρας — ο [διακλύζω] το κλύσμα με το οποίο γίνεται ο διακλυσμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»